- ενστέλλω
- ἐνστέλλω (Α) [στέλλω]1. ντύνω2. στέλνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεσταλμένους — ἐνστέλλω dress in perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεστείλατο — ἐνστέλλω dress in aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστειλαμένου — ἐνστέλλω dress in aor part mid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστέλλειν — ἐνστέλλω dress in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek